ἑπτάχορδα

ἑπτάχορδα
ἑπτάχορδος
seven-stringed
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επτάχορδος — η, ο (AM ἑπτάχορδος, ον) (για μουσικό όργανο) με επτά χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επτάχορδο σύστημα που αποτελείται από επτά διατονικές βαθμίδες οι οποίες περικλείονται σε μια ογδόη αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑπτάχορδα παλαιά μέλη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”